σκαρίου

σκαρίου
σκάριον
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκαρί — το, Ν 1. ναυτ. α) σκελετός πάνω στον οποίο στηρίζεται το πλοίο που κατασκευάζεται ή επισκευάζεται, εσχάρα ναυπηγείου β) σκελετός ναυπηγούμενου πλοίου («η Νοτιά... δεν ήτο ικανή να τού αρπάσῃ το σκαρί του..., Παπαδ.) 2. μτφ. α) σωματική διάπλαση,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”